- δαφνοστόλιστος
- -η, -οστολισμένος με φύλλα δάφνης: Όλες οι εθνικές γιορτές γίνονται στη δαφνοστόλιστη πλατεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δαφνοστόλιστος — η, ο ο στολισμένος με δάφνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη + στολίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Κ. Ν. Λεβίδη] … Dictionary of Greek
δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… … Dictionary of Greek